
Ο κυρ Πόντικας, Ιστορίες από το χωριό (παιδικό), Πίσω στη θάλασσα (νουβέλα), Των Ελλήνων η βουλή (θεατρικό), Ο χρησμός της μάγισσας Κρέσια, Η υπόσχεση (νουβέλα)
Με τη συγγραφή βιβλίων ξεκίνησα να καταπιάνομαι από μικρή ηλικία. Είναι μια διαδικασία εξαιρετικά δύσκολη, που όσο όμως προχωρούσε με εξοικείωνε ακόμη περισσότερο με τη «σύνθεση των λέξεων», οι οποίες αρχικά ξεπήδησαν σε νουβέλα, αργότερα σε παιδικό παραμύθι και πιο πρόσφατα σε θεατρικό έργο. Δείγμα γραφής παρατίθεται παρακάτω:
Απόσπασμα από το παιδικό παραμύθι προσχολικής ηλικίας με τίτλο Ο κυρ Πόντικας, Ιστορίες από το χωριό
.(..) Όλα τα ζώα τα αγαπούσε ο παππούς, μα την Πατούνω, τη Μελίσσω και τον Πόντικα, λίγο παραπάνω. Βλέπετε, η Πατούνω, η μαύρη σκύλα, του φυλούσε τα πρόβατα όλη μέρα και όλη νύχτα. Η Μελίσσω, η παχιά αγελαδίτσα, του έδινε το γάλα της κάθε πρωί. Κι ο Πόντικας, ο γεράκος γαϊδαράκος, τον κουβαλούσε πάνω στη ράχη του χρόνια και ζαμάνια! Μα και η Πατούνω, και η Μελίσσω και ο Πόντικας επίσης αγαπούσαν πολύ τον καλό μας τον παππού. Ήταν πολύ καλός μαζί τους. Πάντα φρόντιζε να μη τους λείψει τίποτα. Και φαγητό μπόλικο τους έδινε. Και νεράκι άφθονο τους έβαζε. Και χάδια απαλά τους έκανε. Κι αφήστε δε από κανακέματα. ( ...)
Απόσπασμα από τη νουβέλα με τίτλο Πίσω στη θάλασσα
«Εγώ με αυτόν φινίς!». Έκανα το λάθος να ρωτήσω για να ξανακούσω πάλι την ίδια ιστορία. Η γαλανομάτα Ρωσιδούλα άρχισε να μου ξανααφηγείται με την τραχιά φωνή της τα καθέκαστα. Αυτός βαριέται όλη την ημέρα στον καναπέ, αλλά δεν ξεκουνάει παρά μόνο αφότου νυχτώσει. Τότε, βγάζει με τρόπο από τη ντουλάπα ένα σιδερωμένο παντελόνι, το διπλώνει προσεκτικά ανάμεσα στη μασχάλη του και της φωνάζει από την εξώπορτα, δίχως να την αντικρίσει, ότι πηγαίνει στο προποτζίδικο.
«Αλλά εγώ ξέρω ότι πηγαίνει στο καζίνο!» ξεφωνίζει στην αρχή της αφήγησής της, πατώντας το «κ» και το «ζ» με σταλινική βαρβαρότητα. Καλά, εδώ πια το ξέρω κι εγώ, εσύ θα το αγνοείς.. αναρωτήθηκα στα βουβά.
«Κοίτα ντω αυτοκίνητο, που τέλει να πηγαίνει και στο καζίνο». Ένα παλιό Lada καμάρωνε παρκαρισμένο στα δεξιά του πεζοδρομίου. Μετά μου έδειξε πως βγήκε στη βεράντα, που βρισκόταν πέντε ορόφους πάνω από το σημείο που ξεκουραζόταν το μπαλωμένο lada, πώς στέριωσε με πείσμα τα χέρια της στη στιβαρή της μέση και πως τον κοίταξε αφ’ υψηλού την ώρα που τρύπωνε στο αυτοκίνητό του.
«Δεν του είπες τίποτα;» ρώτησα με περιέργεια.
«Όχι, αλλά κατάλαβε από τον τρόπο που τον κοίταξα», βιάστηκε να με διαβεβαιώσει συγχυσμένη η Ρωσιδούλα.
Απόσπασμα από το θεατρικό βιβλίο με τίτλο Των Ελλήνων η Βουλή
Ανθρωπάκος
(κάθεται στη δική του πτέρυγα, υψώνοντας το δεξί του χέρι)
Τώρα μπορείτε να λέτε ό,τι θέλετε. Θα πείτε κι ένα τραγούδι, αν χρειαστεί! Εγώ μια φορά, veni, vidi, vici!
Ποιητής
(καθώς κάθεται στη δική του πτέρυγα, διορθώνοντας το φιόγκο από το παπιγιόν του)
Κύριε Ανθρωπάκο, η κατάχρηση ιστορικών φράσεων για την εξύψωση επιτευγμάτων που διευκόλυνε η μεταπολιτευτική ιστορία, δεν είναι διόλου τιμητική για έναν πολιτικό άνδρα!
Ανθρωπάκος
(ξύνοντας το κεφάλι του)
Έχε χάρη που δεν είναι εδώ ο Καιάδας γιατί με τις μαλακίες που λες, θα σε είχε ήδη πετάξει στους τσολιάδες!
Ποιητής
Αιδώς Αργείε!
Ανθρωπάκος
Εδώ είμαι Ποιητή, αλλά δεν είμαι από το Άργος, Μανιάτης είμαι!
Ποιητής
(Κουνώντας το κεφάλι του αφοριστικά)
Νίπτω τας χείρας μου, κε Ανθρωπάκο! Νίπτω τας χείρας μου!
Παπ-Αλέκα
Μα κι εσύ ρε Φώτη, τι ασχολείσαι με τον οπαδό του Χίτλερ! Κάτσε εκεί στ'αυγά σου και διάβασε κάνα ποίημα του Μιχαήλ Γιούργρβιτς.
Ποιητής
Έχετε δίκιο φιλτάτη συντρόφισσα, δεν ξαναομιλώ στο αυγό του όφεως!
Ελληναράς
(Σηκώνεται όρθιος στο έδρανό του)
Λοιπόν, αρκετά με τα σχολιαρίσματά σας, έχουμε πιο σημαντικά πράγματα να κάνουμε! Για κακή μου τύχη, ο λαός μάς έστειλε όλους στη βουλή και πρέπει να τα βρούμε για να συγκυβερνήσουμε τον τόπο! Ούτε σε εμένα αρέσει περισσότερο απ’ όσο αρέσει σε εσάς, αλλά αυτή είναι η ετυμηγορία και πρέπει να σεβαστούμε το θέλημα του λαού.
Απόσπασμα από το παιδικό βιβλίο με τίτλο Ο χρησμός της μάγισσας Κρέσια
(...) Λίγο έλειψε να πετρώσει και το πριγκιπόπουλο από τον φόβο του, αλλά δεν έβγαλε άχνα. Τράβηξε με πείσμα τον ιστό που εμπόδιζε τον δρόμο του και κατευθύνθηκε τρέχοντας προς τη βασιλική αίθουσα. Εκεί κάθονταν στη σειρά τρία πέτρινα αγάλματα. Πρώτα ο βασιλιάς, δίπλα του η βασίλισσα και παραδίπλα μια νεαρή πριγκιποπούλα. Αμέσως το πριγκιπόπουλο θυμήθηκε τον χρησμό της μάγισσας. Περπάτησε προς τα πέτρινα αγάλματα. Στάθηκε μπροστά από τη νεαρή πριγκίπισσα και της έπιασε το πετρωμένο χέρι. Ύστερα, στάθηκε μπροστά από τη βασίλισσα και της φίλησε το πετρωμένο χέρι. Και τέλος στάθηκε μπροστά από τον βασιλιά, έκανε μια υπόκλιση, και άπλωσε το χέρι του διστακτικά για να χαϊδέψει τον θρόνο του. Μετά το τρίτο άγγιγμα το κάθισμα από πέτρινο που ήταν, άρχισε να γίνεται χρυσό. Τα ρούχα του βασιλιά άρχισαν να γίνονται υφασμάτινα και πορφυρά. Το πρόσωπό του άρχισε να γίνεται ροδαλό και αμέσως τα μάτια του ζωντάνεψαν! (...)
Απόσπασμα από τη νουβέλα με τίτλο Η υπόσχεση
Μιάμιση ώρα αργότερα, και μετά από το αναζωογονητικό πράσινο τσαγάκι, η Μαρίνα είχε ξυπνήσει για τα καλά. Το καλοκαίρι είχε πια ξεθωριάσει και σε δυο μέρες τα πράγματα θα ξαναέμπαιναν στους συνηθισμένους τους ρυθμούς. «Από Δευτέρα θα τα αλλάξω όλα» σκέφτηκε. «Θα κάνω πράγματα που μου αρέσουν και με κάνουν να ξεχνιέμαι. Και μάλιστα θα ξεκινήσω από τώρα». Η διάθεσή της φαινόταν λιγότερο μουντή. Έτρεξε προς τη κουζίνα «Θα φτιάξω…μμμ τι να φτιάξω;» Κοίταξε γύρω της, έριξε μια γρήγορη ματιά στο ψυγείο και στα ντουλάπια. «Α, χα…το βρήκα!», φώναξε ενθουσιασμένη. «Θα φτιάξω ένα κέικ που είχα φτιάξει πριν από…. δεν ξέρω και εγώ πόσο καιρό, για τον Αλέξανδρο!» Κατέβασε μερικά βιβλία με συνταγές, δυο-τρεις κατσαρόλες, ένα μίξερ και ένα μεγάλο μπολ. Η διάθεσή της όλο και καλυτέρευε. Άνοιξε ένα ογκώδες βιβλίο μαγειρικής και ξεφυλλίζοντάς το βιαστικά έφτασε σχεδόν στη μέση. Με μια απότομη κίνηση χαστούκισε το χονδρό εξώφυλλο του βιβλίου πάνω στην πρώτη σελίδα! «Μα που την είχα βρει εκείνη τη συνταγή; Δεν πειράζει, θα αυτοσχεδιάσω…θα φτιάξω το κέικ του φθινοπώρου!», αναφώνησε. Φόρεσε την ποδιά της, τοποθέτησε ένα μεγάλο γυάλινο μπολ μπροστά της και επιστρατεύοντας όλη την ποιητική της διάθεση, άρχισε να αυτοσχεδιάζει φωναχτά:
«Αδειάζουμε σε ένα μπολ ένα ποτήρι θαλασσινό νερό, μια δόση ψύχρας, δυο σκελίδες συννεφιάς και μερικές σταγόνες βροχής. Ανακατεύουμε λίγη ώχρα με ξεφτισμένη πορφύρα και προσθέτουμε λίγη σκόνη καλοκαιρινών αναμνήσεων. Περιχύνουμε μια χούφτα μελαγχολικές ηλιαχτίδες και μια γεύση γλυκιάς αλμύρας, πλάθουμε καλά καλά και φουρνίζουμε!»
Προσθέστε νέο σχόλιο